μερακλής — ο, θηλ. μερακλού 1. αυτός που κατέχεται από μεράκι, που έχει πάθος με κάτι («είναι μερακλής στον χορό») 2. αυτός που κάνει τη δουλειά του με επιμέλεια και καλαισθησία, αυτός που κάνει κάτι με γούστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. merakli] … Dictionary of Greek
Μερακλής, Μιχάλης — (Καλαμάτα 1932 –). Λαογράφος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Πανεπιστήμιο της Γοτίγγης (Γκέτινγκεν, Γερμανία), όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας. Το 1975 εξελέγη τακτικός… … Dictionary of Greek
ανταλής — ο νησιώτης, ο καταγόμενος από τα νησιά (ιδίως του αρχιπελάγους). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ada «νησί» + (κατάλ.) λης (< τουρκ. κατάλ. –li, που από τουρκ. λέξεις όπως μερακλής, παραλής κ.λ.π. επεκτάθηκε και στον σχηματισμό ελληνικών λέξεων] … Dictionary of Greek
μερακλίδικος — η, ο [μερακλής] 1. αυτός που είναι φτειαγμένος με μεράκι, καλοφτειαγμένος, καλοδουλεμένος («μερακλίδικος καφές») 2. αυτός που προκαλεί μεράκι, δηλ. συναισθηματική έξαρση («μερακλίδικο τραγούδι»). επίρρ... μερακλίδικα με γούστο, με καλαισθησία … Dictionary of Greek
μερακλώνω — και μερακώνω 1. κάνω κάποιον να καταληφθεί από μεράκι, προκαλώ σε κάποιον συναισθηματική έξαρση («τούς μεράκλωσε με τα τραγούδια του») 2. (ενεργ. και μέσ.) καταλαμβάνομαι από μεράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μερακλής. Ο τ. μερακώνω < μεράκι] … Dictionary of Greek